- αναίνομαι
- ἀναίνομαι (Α)1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω3. αποφεύγω να κάνω κάτι4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι, επιδοκιμάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.